- ορμητίας
- ὁρμητίας, ὁ (ΑΜ)1. ο πλήρης ορμής, ο ορμητικός2. ο ενθουσιώδης, ο φανατικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμητής + επίθημα -ίας (πρβλ. τραυματ-ίας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁρμητίας — ὁρμητίᾱς , ὁρμητίας masc acc pl ὁρμητίᾱς , ὁρμητίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμητίαι — ὁρμητίας masc nom/voc pl ὁρμητίᾱͅ , ὁρμητίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμητίαν — ὁρμητίᾱν , ὁρμητίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) ὁρμητίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμητίᾳ — ὁρμητίαι , ὁρμητίας masc nom/voc pl ὁρμητίᾱͅ , ὁρμητίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)